μελαγχίμου

μελαγχίμου
μελάγχιμος
black
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”